συσπάστου

συσπάστου
σύσπαστος
capable of being drawn together
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανάγκαστρο — το Ναυτ. είδος οριζοντιωμένου σύσπαστου* …   Dictionary of Greek

  • επάγων — ο ναυτ. είδος απλού συσπάστου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένη μτχ. αρσ. ενεστ. τού επάγω] …   Dictionary of Greek

  • καβοσύρτης — ο ναυτ. σύσπαστο τού οποίου η μία από τις τροχαλίες προσαρτάται στο αγόμενο άλλου συσπάστου, με σκοπό τον πολλαπλασιασμό τής δύναμης που ασκείται, αλλ. ακροσύρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. κάβος (II) «σχοινί» + σύρω] …   Dictionary of Greek

  • μάννα — Ονομασία τροφής την οποία, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, έστειλε ο Θεός στους Εβραίους κατά την περιπλάνησή τους στην έρημο του Σινά. Λέγεται ότι η λέξη προήλθε από τη φράση «μαν χου» (= τι είναι αυτό;) με την οποία υποδέχτηκαν οι Ιουδαίοι τη θεϊκή… …   Dictionary of Greek

  • σερνάμενος — η, ο, Ν 1. αυτός που σέρνεται 2. το ουδ. ως ουσ. το σερνάμενο α) ναυτ. το αγόμενο συσπάστου ή πολυσπάστου β) ερπετό 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σερνάμενα ναυτ. η επιχειρία τού σκάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. φωνής τού σέρνω σχηματισμένη κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”